- κατανέμω
- (AM κατανέμω)1. διαιρώ κάτι σε μέρη ή ομάδες («δέκα δὲ καὶ τοὺς δήμους κατένειμε ἐς τὰς φυλάς», Ηρόδ.)2. διανέμω, διαμοιράζω (α. «κατένειμε τήν περιουσία του στα παιδιά του» β. «κατανεῑμαι δὲ τὴν χώρην Αἰιγυπτίοισι», Ηρόδ.)αρχ.1. βόσκω («ἐστὶν τὰ πρόβατα τὰ κατανενεμηκότα τὰ ἐκεῑ», πάπ.)2. (για ποιμένα) βγάζω τα πρόβατα για βοσκή3. μέσ. κατανέμομαια) καταλαμβάνω τόπο για βοσκοτόπιβ) παίρνω μερίδιο με άλλους, μοιράζομαι («τά τε μακρὰ τείχη ᾤκησαν κατανειμάμενοι», Θουκ.)γ) λυμαίνομαι, καταστρέφω, λεηλατώ («ἡ λοιμώδης ἐνέπεσε φθορὰ καὶ κατενεμήθη τὴν ἀκμάζουσαν ἡλικίαν», Πλούτ.)δ) (για τη φωτιά) εξαπλώνομαι καταστρέφοντας («τὸ πῡρ ἐνέβαλλον, κατανεμηθὲν εἰς τὰς πρώτας σκηνὰς εὐθέως», Πολ.)ε) (για το διαβρωτικό έλκος) επεκτείνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + νέμω «διαμοιράζω» αλλά και «βόσκω»].
Dictionary of Greek. 2013.